φιβάλεως — φιβάλεω̆ς , φιβάλεως early fig fem acc pl (attic epic ionic) φιβάλεω̆ς , φιβάλεως early fig fem nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιβάλεως — ω, ἡ, Α 1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.) 2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά εως,… … Dictionary of Greek
φιβαλέων — φιβάλεως early fig fem gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίβαλις — άλεως, ἡ, Α 1. είδος συκιάς, η φιβάλεως* 2. μτφ. κάτισχνος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φιβάλεως) … Dictionary of Greek
φιβαλέον — τὸ, Α στον πληθ. τὰ φιβαλέα (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος σύκων, καὶ ἡ συκῆ ὁμωνύμως τινὲς δὲ ἰσχάδας». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φιβάλεως, κατά τα ουδ. (βλ. λ. φιβάλεως)] … Dictionary of Greek
φιβάλεῳ — φιβάλεῳ̆ , φιβάλεως early fig fem nom pl (attic epic ionic) φιβάλεῳ̆ , φιβάλεως early fig fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιβάλεων — φιβάλεω̆ν , φιβάλεως early fig fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)